μονουχία

μονουχία
μονουχία, ,
A solitary life, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονουχία — μονουχίᾱ , μονουχία solitary life fem nom/voc/acc dual μονουχίᾱ , μονουχία solitary life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονουχία — μονουχία, ἡ (ΑΜ) μονήρης βίος, μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ουχία (< ουχος < ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • μονουχίαν — μονουχίᾱν , μονουχία solitary life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”